προσψηφιζομαι

προσψηφιζομαι
    προσψηφίζομαι
    προσ-ψηφίζομαι
    сверх того постановлять голосованием, выносить дополнительное решение Lys., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσψηφιζομαι" в других словарях:

  • προσψηφίζομαι — Α 1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου 2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία …   Dictionary of Greek

  • προσψηφίσασθαι — προσψηφίζομαι vote besides aor inf mp προσψηφίζομαι vote besides aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφισμένης — προσψηφίζομαι vote besides perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφισμένους — προσψηφίζομαι vote besides perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφίζετο — προσψηφίζομαι vote besides imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφίσαντο — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφίσασθε — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφίσατο — προσψηφίζομαι vote besides aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεψηφίσθη — προσψηφίζομαι vote besides aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] …   Dictionary of Greek

  • προσψήφισμα — ίσματος, τό, Α [προσψηφίζομαι] προσθήκη σε κάποιο ψήφισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»